- θρασομανώ
- (α) αμετ.1) разрастаться (о деревьях); 2) нахально смотреть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] … Dictionary of Greek
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek
θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* … Dictionary of Greek
θρασομανάω — και θρασομανώ 1. φουντώνω, θάλλω. 2. μτφ., αποκτώ μεγάλες διαστάσεις, γιγαντώνομαι: Θρασομανάει η φωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)